- χαρακτῆρος
- χαρακτήρengravermasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Dionysius of Halicarnassus — (Greek: Διονύσιος Ἀλεξάνδρου Ἁλικαρνᾱσσεύς, Dionysios son of Aléxandros, of Halikarnassós, c. 60 BC–after 7 BC) was a Greek historian and teacher of rhetoric, who flourished during the reign of Caesar Augustus. His literary style was Attistic… … Wikipedia
Dionisio de Halicarnaso — Saltar a navegación, búsqueda Dionisio de Halicarnaso (* c. 60 a. C. – † hacia el 7 a. C.), historiador, crítico literario y profesor de retórica griego, vivió en Roma durante el reinado de César Augusto. Contenido 1 Biografía … Wikipedia Español
Метабола — (греч. μεταβολή поворот, перемена, переход) в древнегреческой гармонике перемена в звуковысотной структуре, как правило, приводящая к перемене этоса (характера) музыки; в современной гармонии категория модального лада. Содержание … Википедия
ακαμψία — η (Α ἀκαμψία) [ἄκαμπτος] (κυριολεκτικά και μεταφορικά) η ιδιότητα τού άκαμπτου*, αλυγισιά, δυσκολία ή αδυναμία κάποιου να λυγίσει «ακαμψία χειρός», «ακαμψία χαρακτήρος» … Dictionary of Greek
λευκοχαράκτηρος — λευκοχαράκτηρος, ον (Μ) αυτός που έχει λευκά χαρακτηριστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + χαρακτήρ (πρβλ. ευ χαράκτηρος)] … Dictionary of Greek
νομιστεύω — (Α) [νομιστός] 1. (σχετικά με νόμισμα) έχω σε κυκλοφορία, χρησιμοποιώ ως νόμισμα 2. (συν. το παθ.) νομιστεύομαι α) είμαι σε χρήση, ισχύω («τῆς δωροδοκίας ἐπιπολαζούσης... καὶ τοῡ χαρακτῆρος τούτου νομιστευομένου παρὰ τοῑς Αἰτωλοῑς», Πολ.) β) (για … Dictionary of Greek
πραότητα — η / πραότης, ητος, ΝΜΑ, πραΰτης Α [πράος] 1. η ιδιότητα τού πράου, μαλακότητα, γλυκύτητα (α. «πραότης ἤθους», Μηναί. β. «πραότης χαρακτῆρος», Μηναί.) αρχ. μετριοπάθεια … Dictionary of Greek
προέκθεσις — έσεως, ἡ, ΜΑ [προεκτίθημι] 1. προεισαγωγική ερμηνεία, προοίμιο, πρόλογος («περὶ τὴν ἀρχὴν καὶ προέκθεσιν τῆς πραγματείας», Πολ.) 2. εισαγωγική έκθεση, εισαγωγική παρουσίαση («τὴν προέκθεσιν τοῡ χαρακτῆρος», Διον. Αλ.) … Dictionary of Greek
συνδιαστέλλω — ΜΑ διαστέλλω, αντιδιαστέλλω κάτι ταυτόχρονα με κάτι άλλο («ἵνα μετὰ τῆς ποιότητος τοῡ χαρακτῆρος συνδιαστείλῃ τὸ γένος», Απολλ. Δύσκ.) αρχ. παθ. συνδιαστέλλομαι (για τους πνεύμονες και το στήθος) διαστέλλομαι, φουσκώνω ταυτόχρονα. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
Αρχάγαθος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Α. ο πρεσβύτερος (; – 307 π.Χ.). Μεγαλύτερος γιος του Αγαθοκλή, τυράννου των Συρακουσών. Το 310 π.Χ. ακολούθησε τον πατέρα του στην εκστρατεία της Καρχηδόνας, αλλά αργότερα ξεσήκωσε τον στρατό εναντίον του πατέρα του … Dictionary of Greek